χρυσός

χρυσός
Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από 191 έως 203. Ο χ. είναι μέταλλο χαρακτηριστικού κίτρινου χρώματος, ειδικού βάρους 19,3 (σε υγρή κατάσταση). Τήκεται στους 1063°C, βράζει περίπου στους 2600°C και έχει σκληρότητα 2,5-3ohms· είναι το πλέον ελατό και όλκιμο από τα μέταλλα: μπορεί να μετατραπεί σε πολύ λεπτά φύλλα, πάχους 1/10.000 του χιλιοστοΧρυσοκέφαλος,μέτρου, μέσα από τα οποία διαφαίνεται το φως. Είναι άριστος αγωγός της θερμότητας και του ηλεκτρισμού· έχει αντίσταση 2,44-10-6 ohm/cm, η οποία κάτω από τους 5°C μηδενίζεται. Δεν προσβάλλεται από τα οξέα, όταν δρουν χωριστά, αλλά διαλύεται μόνο στο βασιλικό ύδωρ, που είναι μείγμα νιτρικού και υδροχλωρικού οξέος, οπότε, κατά την αντίδραση αυτή, σχηματίζεται χλωριοχρυσικό οξύ: Au+5H++4CI-+NO-3 = HAuCI4+NO+2H2O· δεν προσβάλλεται επίσης από τις βάσεις, δεν ενώνεται με το οξυγόνο, ενώ είναι ευαίσθητο στα αλογόνα (χλώριο και βρώμιο), από τα οποία προσβάλλεται σχηματίζοντας αντίστοιχα μονοχλωριούχο και μονοβρωμιούχο χ. Διαλύεται πολύ εύκολα με την επίδραση υδραργύρου, σχηματίζοντας με αυτόν αμάλγαμα· αρκούν οι ατμοί του υδραργύρου για να το μετατρέψουν σε μια λευκή και εύθρυπτη μάζα. Ο χ. είναι αρκετά διαδεδομένος στη φύση τόσο σε αυτοφυή κατάσταση, με μορφή φλεβών ή μέσα σε πετρώματα, όσο και μέσα σε άμμους με μορφή ελεύθερων ψηγμάτων που απελευθερώθηκαν από χρυσοφόρα πετρώματα· ενωμένος επίσης με το τελλούριο, βρίσκεται στο ορυκτό καλαβερίτης (Au Te2), με τον άργυρο στον συλβανίτη (Au Ag Te4) και σε μερικούς πυρίτες και ορυκτά του σεληνίου. Στα θαλάσσια ύδατα περιέχεται σε ποσοστό ενός χιλιοστογράμμου ανά 10 κ. μ. Τα κοιτάσματα του χ. διακρίνονται σε πρωτογενή και δευτερογενή: τα πρώτα εμφανίζονται γενικά σε χαλαζιακές φλέβες υδροθερμικής προέλευσης ή μέσα σε εκρηξιγενή ή κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα, στα οποία ο χ. συνυπάρχει με σιδηροπυρίτη και χαλκοπυρίτη· τα δεύτερα αποτελούνται από αλλουβιακές αποθέσεις που προήλθαν από την αποσάθρωση χρυσοφόρων πετρωμάτων, τη μεταφορά και την απόθεσή τους συνήθως σε κοίτες ποταμών (προσχωματικός χ.). Ο χ. είχε επισημανθεί από τη νεολιθική ήδη εποχή και ο άνθρωπος τον χρησιμοποίησε τότε πολύ γιατί ήταν μαλακός και εύπλαστος, για την κατασκευή κοσμημάτων, αγαλματιδίων κλπ. Από το απώτερο παρελθόν, πιστευόταν πως ήταν ευγενές μέταλλο επειδή είναι απρόσβλητος από τα οξέα, και οι Φοίνικες και οι Αιγύπτιοι γνώριζαν ήδη τον τρόπο καθαρισμού και επεξεργασίας του. Κατά τον Μεσαίωνα, το σπάνιο του μετάλλου αυτού οδήγησε τους αλχημιστές να προσπαθήσουν να μετατρέψουν άλλα μέταλλα σε χ. Αργότερα, με την ανακάλυψη της Αμερικής, που ένας βασικός λόγος γι’ αυτήν υπήρξε η αναζήτηση χρυσοφόρων αποθεμάτων από τους Ισπανούς, αυξήθηκε στην Ευρώπη η κυκλοφορία του. Η μεταλλουργία του χ. Περιλαμβάνει 2 στάδια: την εξαγωγή και τον καθαρισμό· η εξαγωγή του μετάλλου από χρυσοφόρα πετρώματα, ακολουθεί την εξής σειρά εργασιών: θρυμματισμός και άλεσμα των πετρωμάτων αυτών, εισαγωγή του ακατέργαστου αυτού υλικού σε κατάλληλα δοχεία, όπου υποβάλλεται σε ισχυρό καταιωνισμό νερού που παρασύρει τα ξένα υλικά, ενώ τα ψήγματα του χ. καθιζάνουν· κατόπιν γίνεται επεξεργασία με ένα κυανιούχο άλκαλι (κυανίωση) που προκαλεί τον σχηματισμό ενός σύνθετου άλατος, του χρυσοκυανιούχου καλίου (ή νάτριου) KAu(CN)2· στη συνέχεια, με διήθηση και με επεξεργασία με ψευδάργυρο ή με ηλεκτρόλυση, διαχωρίζεται ο χ. Στα λεπτά υπολείμματα του υλικού χρησιμοποιείται η αμαλγαμάτωση με ψευδάργυρο, ο οποίος δεσμεύει τον χ. ενώ αφήνει αναλλοίωτο το υπόλειμμα· κατόπιν, με απόσταξη, εξάγουν τον χ. από το αμάλγαμα. Το μέταλλο, που επιτυγχάνεται με τις μεθόδους που περιγράψαμε, δεν είναι απόλυτα καθαρό, γι’ αυτό υποβάλλεται σε καθαρισμό με διάφορους τρόπους, όπως η κυπέλλωση, η χημική μέθοδος ή η ηλεκτρόλυση· κατά την τελευταία μέθοδο, βυθίζονται δύο ηλεκτρόδια μέσα σε πορσελάνινες δεξαμενές με διάλυμα υδροχλωρικού οξέος, από τα οποία η μεν άνοδος αποτελείται από ράβδους ακατέργαστου χ., ενώ η κάθοδος από ένα φύλλο καθαρού χ.· με τη μέθοδο αυτή επιτυγχάνεται χρυσός 999,8/1000 καθαρός. Η εξαγωγή του μετάλλου από τη χρυσοφόρο άμμο είναι πολύ απλούστερη, γιατί απαιτεί μόνο πλύσιμο της άμμου ώσπου να απομακρυνθούν τα ελαφρότερα υλικά και το υπόλειμμα υπόκειται σε αμαλγαμάτωση. Η αναγνώριση του χ. επιτυγχάνεται με αναγωγικές ουσίες, οι οποίες προκαλούν την καθίζηση του μετάλλου από τα διαλύματα των αλάτων του. Μια ευαίσθητη αντίδραση είναι η αναΧρυσοκόκκης, Γεώργιοςγωγή τριχλωριούχου χ. με χλωριούχο κασσίτερο, οπότε προκύπτει ένα προϊόν απορρόφησης κολλοειδούς χ. με έντονο κόκκινο χρώμα, το πορφυρούν του κασσίου (από το όνομα του Γερμανού χημικού Αντρέας Κάσσιους), που χρησιμοποιείται στη ζωγραφική επάνω σε πορσελάνη. Ο τριχλωριούχος χ. χρησιμοποιείται γενικά στη φωτογραφική, για επιχρυσώσεις κλπ., ενώ και άλλες ενώσεις του βρίσκουν διαφορετικές εφαρμογές σε ποικίλους τομείς. Ο χ., επειδή παρουσιάζει σε μεγάλο βαθμό την ιδιότητα της ελατότητας είναι πολύ μαλακός, σπάνια χρησιμοποιείται σε τελείως καθαρή μορφή: συνήθως χρησιμοποιούν κράματά του με χαλκό, άργυρο, νικέλιο, ψευδάργυρο, λευκόχρυσο, παλλάδιο. Το ποσοστό του χ. που περιέχεται σε ένα κράμα αντιπροσωπεύει την αξία του, που σήμερα εκφράζεται σε χιλιοστά. Οι συνηθέστερες αναλογίες που χρησιμοποιούνται είναι 750 και 900 χιλιοστά και ονομάζονται καράτια: 24 καράτια αντιστοιχούν σε 100% χ., 18 καράτια σε κράμα 75%, 12 καράτια σε κράμα 50%. Το χρώμα των κραμάτων ποικίλλει ανάλογα με το μέταλλο με το οποίο αναμειγνύεται ο χ.: κοκκινωπό με τον χαλκό, άσπρο με πρασινωπή χροιά με τον άργυρο, ουδέτερο άσπρο με 10-20% παλλάδιο. Ο χ. είναι το μοναδικό μέταλλο που μπορεί να συγκολληθεί ψυχρά με απλή πίεση. Ο χ. βρίσκει πολλές εφαρμογές, για την κοπή του σε νομίσματα, στην κοσμηματοποιία, στην ωρολογοποιία, στη φωτογραφική, στην επιχρύσωση διαφόρων αντικειμένων, στην οδοντιατρική και στην ιατρική (θεραπεία ρευματισμών, λοιμωδών νόσων με κολλοειδή χ. σε συνδυασμό με χρήση αντιβιοτικών, εξέταση ήπατος με ραδιενεργό χ. κλπ.). (Ιατρ.). Ο μεταλλικός χ. χρησιμοποιείται, επειδή είναι εύπλαστος, ανθεκτικός και χημικά αδρανής, στη σύνθεση των κραμάτων της οδοντιατρικής· με μορφή αλάτων και κολλοειδών διαλυμάτων τον χορηγούσαν παλαιότερα από του στόματος ή ενδομυϊκά σε μερικές μορφές ρευματικών αρθρίτιδων και στη φυματίωση. Η χορήγηση του χ. μπορεί να προκαλέσει τοξικά φαινόμενα στο ήπαρ, στους νεφρούς, στο πεπτικό σύστημα και στον μυελό των οστών. Χρύσο νόμισμα το οποίο εκδόθηκε με την ευκαιρία του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου το 1998 (φωτ. ΑΠΕ). ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΧΩΡΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ XΡΥΣΟΥ Βυθοκόρος για τη συλλογή ψηγμάτων χρυσού στο Κολοράντο των ΗΠΑ. Απ’ το ακαθάριστο μετάλλευμα βγαίνει το καθαρό με ηλεκτρολυτική διύλιση. Ράβδος χρυσού (φωτ. ΑΠΕ). Χρυσός: χαρακτηριστική όψη αυτοφυούς χρυσού, όπως εμφανίζεται εγκλεισμένος σε χαλαζία.
* * *
(I)
ο, ΝΜΑ και βοιωτ. τ. χρουσός Α
1. χημ. μεταλλικό χημικό στοιχείο μετάπτωσης, με σύμβολο Αυ και ατομικό αριθμό 79, που ανήκει στην ομάδα la τού περιοδικού συστήματος, το γνωστότερο πολύτιμο μέταλλο, χρυσάφι, μάλαμα (α. «ορυχεία χρυσού» β. «φλέβας χρυσοῡ μεταλλουργοὶ ἀνιχνεύοντες», Θεοφ. Σιμ.
γ. «χαλκόν, σίδηρον, ἄργυρον, χρυσόν», Αισχύλ.
δ. «χαλκός τε χρυσός τε», Ομ. Ιλ.)
2. νόμισμα από το μέταλλο αυτό, χρηματικός πλούτος (α. «ο χρυσός είναι ο μόνος θεός για ορισμένους» β. «προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν», ΚΔ)
3. μτφ. καθετί το πολύτιμο ή το πολύ αγαπητό σε κάποιον (α. «τα λόγια του είναι χρυσός» β. «ταῡτα μὲν... κρείσσονα χρυσοῡ... φωνεῑς», Αισχύλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «κανόνας χρυσού»
(οικον.) νομισματικό σύστημα στο οποίο το εθνικό νόμισμα ισοδυναμεί με μία συγκεκριμένη ποσότητα χρυσού ή διατηρείται σε μία αξία ίση με μία συγκεκριμένη ποσότητα χρυσού
β) «κανόνας ανταλλαγής χρυσού»
(οικον.) νομισματικό σύστημα στο οποίο ένα εθνικό νόμισμα μπορεί να μετατραπεί σε συνάλλαγμα εξοφλούμενο από μία χώρα τής οποίας το νόμισμα είναι μετατρέψιμο σε χρυσό κατά μία ορισμένη αναλογία
γ) «ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός» — δηλώνει ότι δεν πρέπει να παρασύρεται κανείς από την εξωτερική λαμπερή εμφάνιση ενός προσώπου ή πράγματος
αρχ.
1. κάθε κατασκεύασμα από χρυσό (α. «ὃς δ' ἂν ὀμόοῃ ἐν τῷ χρυσῷ τοῡ ναοῡ ὀφείλει», ΚΔ
β. «χρυσὸν δ' αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. α) «ἄπεφθος χρυσός» — καθαρό χρυσάφι (Ηρόδ.)
β) «λευκὸς χρυσός» — κράμα χρυσού και αργύρου (Ηρόδ.)
γ) «κοῑλος χρυσός» — κατεργασμένο χρυσάφι, χρυσό σκεύος (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. σημιτ. προέλευσης, η οποία απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. kuruso). Από τους διάφορους σημιτ. τ. με σημ. «χρυσός» (πρβλ. ακκαδικό hurāsue, εβρ. hārus, ουγκαριτικό hrs, φοινικ. hrs), ο ελλ. τ. έχει προέλθει μάλλον από τον φοινικ. Η δυσερμήνευτη, φαινομενικά, απόδοση τού φοινικ. φθόγγου -s- με ένα -σ- αντί για δύο, όπως θα αναμενόταν, οφείλεται πιθ. σε απλοποίηση. Ανεπιβεβαίωτη, τέλος, παραμένει η άποψη ότι η λ. χρυσός έχει προέλθει από έναν τ. *χυρῡσό-, με συγκοπή (πρβλ. και μυκην. kuruso). Η προέλευση τού ελλ. τ. είναι τελείως ανεξάρτητη από την προέλευση τών άλλων ΙΕ τ. Έτσι, τα αρχ. ινδ. hiranya-, ρωσ. zoloto, λεττον. zelts, γοτθ. gulp (πρβλ. και τα νεώτερα αγγλ. gold, γερμ. Gold) ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *ghel- «λάμπω, ακτινοβολώ, έχω κιτρινωπή λάμψη» (πρβλ. χλόη, χλωρός, χολή, χόλος), ενώ τα λατ. aurum, αρχ. πρωσ. ausis, λιθουαν. auksas, τοχαρ. Α' vaw έχουν προέλθει από έναν αμάρτυρο αρχ. ΙΕ τ. με σημ. «χρυσός».
ΠΑΡ. χρυσαλλίδα, χρυσίζω, χρυσικός, χρυσίο(ν), χρυσίτιδα, χρυσώ(νω), χρυσωπός
αρχ.
χρυσαΐζω, χρυσεῖον, χρύσε(ι)ος, χρυσήεις, χρυσίς
αρχ.-μσν.
χρύσινος, χρυσίτης, χρυσοῦς
νεοελλ.
χρυσάφι, χρυσός (II).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. λ. χρυσ(ο)- (Β' συνθετικό) νεοελλ. αργυρόχρυσος, ασημόχρυσος, διάχρυσος, επίχρυσος, ερυθρόχρυσος, ημίχρυσος, καστανόχρυσος, κατάχρυσος, κιτρινόχρυσος, κοκκινόχρυσος, λευκόχρυσος, ολόχρυσος, πάγχρυσος, Περίχρυσος, πολύχρυσος, πρασινόχρυσος, ροδόχρυσος, υπόχρυσος, ψευδόχρυσος].
————————
(II)
-ή, -ό / χρυσοῡς, -ῆ, -οῡν, ΝΜΑ, και χρυσός, -ή, -όν, Μ, και ποιητ. τ. χρύσεος, -ον, θηλ. και -έη, ΜΑ, και χρύσειος, -είη, -ον και βοιωτ. τ. χρουσοῡς, -οῡν, Α
1. κατασκευασμένος από χρυσό, φτειαγμένος από χρυσάφι, μαλαματένιος (α. «χρυσό δαχτυλίδι» β. «φαρίν... εἰς τὸ μέτωπον χρυσὸν ἀστέρα εἶχεν», Διγεν. Ακρ.
γ. «χρυσοῑς... φωνεῑ γράμμασιν», Αισχύλ.
δ. «ζώνην χρυσείην», Ομ. Οδ.
ε. «σκῆπτρον...χρυσείοις ἥλοισιν πεπαρμένον», Ομ. Ιλ.)
2. επίχρυσος ή στολισμένος με χρυσάφι (α. «φόρεσε τα χρυσά του άμφια» β. «χρυσέοισι πεδίλοις», Ησίοδ.
γ. «χρυσέῳ σκήπτρῳ», Ομ. Ιλ.)
3. αυτός που έχει το χρώμα ή τη λάμψη τού χρυσού, χρυσοκίτρινος (α. «τα χρυσά της μαλλιά» β. «ὑπὸ χρυσέοισι νέφεσσιν ἧστο», Ομ. Ιλ.
γ. «χρυσέῃσιν ἐθείρησιν κομόωντε», Ομ. Ιλ.)
4. (για πρόσ.) πολύ καλός, πολύ αγαπητός ή με εξαιρετικά χαρίσματα (α. «χρυσή καρδιά» β. «χρυσός άνθρωπος» γ. «οὗτος ὁ χρυσοῡς, οὗτος ὁ Ἡρακλής», Δίων Κασσ.
δ. «δῶρα... χρυσέης Ἀφροδίτης», Ομ. Ιλ.)
5. (για πραγμ.) πολύτιμος, ωφέλιμος, ευεργετικός (α. «χρυσή τύχη» β. «λογισμοῡ ἀγωγὴν χρυσῆν καὶ ἱεράν», Πλάτ.
γ. «ὑγίειαν... χρύσεαν», Πίνδ.)
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η χρυσή
η νόσος ίκτερος
2. (το ουδ. ως ουσ. με κτητ. αντων.) το χρυσό μου [σου, του κ.λπ.]
μτφ. πολυαγαπημένο πρόσωπο
3. φρ. α) «χρυσούς αιών» και «χρυσός αιώνας» ή «χρυσή εποχή» — περίοδος μεγάλης ακμής
β) «χρυσοί γάμοι» — η πεντηκοστή επέτειος τού γάμου
γ) «χρυσό ιωβηλαίο» — η πεντηκοστή επέτειος από την ενθρόνιση ηγεμόνα ή αρχιερέα
δ) «χρυσός κανόνας»
i) νομισματικό σύστημα στο οποίο χρησιμοποιείται ο χρυσός ως βάση για τον προσδιορισμό τής νομισματικής αξίας
ii) μτφ. η τήρηση τού σωστού μέτρου σε δύσκολες περιπτώσεις
iii) μέση λύση
ε) «πρόβλημα χρυσής τομής»
(γεωμ.) η διαίρεση ενός ευθύγραμμου τμήματος σε δύο μέρη έτσι ώστε το τετράγωνο τού μήκους τού ενός μέρους να ισούται με το γινόμενο τού μήκους τού άλλου μέρους επί το μήκος τού αρχικού ευθύγραμμου τμήματος
στ) «χρυσή ρίζα» — το ρίζωμα τού φυτού ύδραστις
ζ) «χρυσούς μόσχος» — το χρυσό μοσχάρι τής ΠΔ
η) «χρυσά σημεία» — το ανώτατο και το κατώτατο όριο τής τιμής συναλλάγματος
θ) «χρυσό τρίγωνο»
μτφ. η περιοχή μεταξύ Ρουρ, Παρισιού και Μιλάνου, στην οποία σημειώνονται οι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης τής Ευρωπαϊκής Ένωσης
ι) «χρυσές δουλειές» — κερδοφόρες επιχειρήσεις
ια) «τόν έκανα χρυσό» — τόν θερμοπαρακάλεσα
ιβ) «βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου» — σέ παρακαλώ θερμά
ιγ) «χρυσός αριθμός»
αστρον. αριθμός που δηλώνει τη σειρά κάποιου έτους σε περίοδο δεκαεννέα ετών
ιδ) «χρυσή ορδή» — βλ. ορδή
4. παροιμ. «σέρνει ο λαγός τον λέοντα με το χρυσό του ράμμα» — δηλώνει ότι το χρήμα είναι παντοδύναμο
μσν.
φρ. α) «Χρυσέαι Πύλαι» — η Χρυσόπορτα
β. «Χρυσοῡν Κέρας» — ο Κεράτιος Κόλπος
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ χρυσοῡς
χρυσός στατήρας, χρυσό νόμισμα
2. φρ. α) «χρύσεα μέταλλα» μεταλλεία χρυσού (Θουκ.)
β) «τὸ χρυσοῡν τοῡ ᾠοῡ» — ο κρόκος τού αβγού Αθήν..
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + επίθημα -εος / -ειος (πρβλ. πορφύρεος). Ο τ. χρυσοῦς < χρύσεος με συναίρεση (πρβλ. σιδήρεος: σιδηροῦς). Ο νεοελλ. τ. χρυσός < χρυσοῦς κατά τα επίθ. σε -ός. Σημασιολογικά, το επίθ. χρυσοῦς /χρυσός χρησιμοποιείται τόσο με κυριολεκτική σημ. «κατασκευασμένος από χρυσό, επιχρυσωμένος» όσο και μεταφορικά για να δηλώσει την τιμή, την αξία, τη λάμψη, την ομορφιά κ.λπ. (πρβλ. και τα σύνθ. με α' συνθετικό χρυσ[ο]-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Χρυσός — gold masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσός — ή, ό 1. χρυσαφένιος, μαλαματένιος. 2. για ανθρώπους, αυτός που έχει καλούς τρόπους ή πολλά προτερήματα: Είναι χρυσός άνθρωπος. 3. ωφέλιμος, πολύτιμος, πολύ προσοδοφόρος: Κάνει χρυσές δουλειές. 4. φρ., «Tον έκανα χρυσό», τον παρακάλεσα πολύ. 5. το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρυσός — χρῡσός , χρυσός gold masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσὸς δ’ἀνοίγει πάντα. — (κ’ἀίδου πύλας). См. Золото не говорит, да много творит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • χρυσός κανόνας — (αγγλικά gold standard, που χρησιμοποιείται ως διεθνής όρος). Νομισματικό σύστημα που στηρίζεται στον χρυσό. Το χρυσό νομισματικό σύστημα δημιουργήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία: από το 1816 το χρυσάφι, που έως τότε, αν και ήταν το κύριο νόμισμα,… …   Dictionary of Greek

  • Χρυσὸς μὲν οιδεν ἐξελείχεσθαι δοκιμάζεσθαι πυρί. — См. Золото огнем искушается, а человек напастьми …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Χρυσὸς δ’ἀνοίγει πάντα κ’ἀίδου πύλας. — См. Золотой молоток и железные двери отпирает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ευελπίδης, Χρυσός — (Κωνσταντινούπολη 1895 – Αθήνα 1971). Γεωπόνος, πολιτικός και λόγιος. Σπούδασε νομικές και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και γεωπόνος μηχανικός στη σχολή Γκρινιόν της Γαλλίας. Αρχικά, εργάστηκε στο υπουργείο Γεωργίας και ειδικότερα… …   Dictionary of Greek

  • Χρυσοῖν — Χρυσός gold masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσοῖο — Χρυσός gold masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”